ζωμοῦ

ζωμοῦ
ζωμός
soup
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • мягкий — мягок, мягка, мягко, укр. м᾽який, блр. мяккi, ст. слав. мѩкъкъ ἁπαλός (Супр.), болг. мек, ж. мека, сербохорв. мѐк, ж. мѐка, словен. стар. mekàk, ж. mehkà, совр. mehǝk, ж. mehka, чеш. měkky, слвц. mäkky, польск. miękki, в. луж. mjehki, н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζωμοθεραπεία — η ιατρ. η χορήγηση ζωμού κρέατος σε ασθενείς για θεραπευτικό σκοπό …   Dictionary of Greek

  • ζωμοποιός — ζωμοποιός, όν (Α) 1. αυτός που παρασκευάζει τον ζωμό 2. (για μύκητες) αυτός που χρησιμεύει στην παρασκευή ζωμού …   Dictionary of Greek

  • κατάχυσμα — κατάχυσμα, τὸ (Α) [καταχέω] 1. είδος ζωμού, σάλτσας, που έχυναν πάνω στα φαγητά ως καρύκευμα («καὶ τρίψαντες κατάχυσμ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν», Αριστοφ.) 2. στον πληθ. τὰ καταχυσματα ξηροί καρποί, ανακατωμένοι, με τους οποίους έρραιναν τους… …   Dictionary of Greek

  • μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… …   Dictionary of Greek

  • οινάριον — οἰνάριον, τὸ (ΑΜ) [οίνος] (υποκορ. τού οίνος) κρασάκι αρχ. 1. αδύνατο ή άθλιο κρασί 2. λίγο κρασί, μικρή ποσότητα κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.) 3. η άμπελος …   Dictionary of Greek

  • πολέντα — η, Ν 1. (στους Ρωμαίους) είδος χυλώδους ζωμού που παρασκευαζόταν από αλεύρι, κριθάρι, κόκκους λιναριού και κορίανδρο 2. χυλός από αλεύρι αραβοσίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. polenta < pollen, inis «γύρη, σκόνη»] …   Dictionary of Greek

  • υπόσταση — η / ὑπόστασις, άσεως, ΝΜΑ 1. το να υπάρχει κάτι, ύπαρξη 2. (κυρίως) πραγματική ύπαρξη, πραγματικότητα (α. «τα λόγια του δεν έχουν υπόσταση» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.) 3. ουσία, φύση («ἡ τοῡ γεώδους ὑπόστασις»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”